- καιροσκοπία
- ηη ενέργεια του καιροσκοπώ, αναμονή της κατάλληλης ευκαιρίας, καιροφυλάκτηση: Η επιτυχία του οφείλεται στην καιροσκοπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καιροσκοπία — η η αναμονή κατάλληλης ευκαιρίας, η επιδίωξη και εκμετάλλευση ευκαιρίας η οποία είναι πιθανό να παρουσιαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιροσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
καιροσκοπικός — ή, ό [καιροσκοπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καιροσκοπία («καιροσκοπική πολιτική»). επίρρ... καιροσκοπικώς με καιροσκοπικό τρόπο … Dictionary of Greek
καιροθέος — καιροθέος, ὁ (Α) καιροσκοπία* … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek